«Σας παραδίδω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων.
Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την...
πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας.»
Αυτά είναι ένα απόσπασμα από την τελευταία συγκινητική ομιλία που έκανε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στην Αγία Σοφία, προς τους στρατηγούς του μια ημέρα πριν την Άλωση. Δείχνει το θάρρος του Αυτοκράτορα και είναι ένας λόγος , που ακόμη και σήμερα πρέπει να διδαχθεί σε όλους για ποιο λόγο πρέπει να υπερασπιζόμαστε και να πολεμάμε μέχρι τέλους για να υπερασπιστούμε τα εδάφη μας.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος(9 Φεβρουαρίου 1404- 29 Μαΐου 1453)
Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου . Αργότερα με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση του Δεσποτάτου του Μυστρά και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από τον Σεπτέμβριο τού 1435 ως τον Ιούνιο τού 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών. Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από τον Θεόδωρο και τον Θωμά, ο δε Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες τού Ιωάννη Η'.
Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασης του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας- Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά την άφιξη τού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο.
Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά.
Ιανουάριος 1449 και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου Μωάμεθ Β’ έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη..
Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική.
Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στην Αγία Σοφία , ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαΐου.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα: «Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄ εμού;" ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο' των όπισθεν δ΄ετέρος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης' ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν, αλλώς κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι». Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.
MΩΑΜΕΘ Β' Ο ΠΟΡΘΗΤΗΣ
Ο Μωάμεθ Β' ( Fatih Sultan Mehmet) γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη την τότε πρωτεύουσα τότε του Οθωμανικού κράτους. Ήταν τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ και μιας χριστιανής σκλάβας.
Ήταν ικανότατος, πανέξυπνος και μορφώθηκε από τους καλύτερους δασκάλους που έφερνε στο παλάτι ο πατέρας του.
Σε ηλικία 11 ετών εστάλη ως κυβερνήτης στην Αμάσεια της Μικράς Ασίας, όπως ίσχυε τότε για τους Οθωμανούς πρίγκιπες
Η πρώτη του θητεία ως σουλτάνου ήταν δραματική. Τον Αύγουστο του 1444, και αφού ο Μουράτ είχε κλείσει τα ανοιχτά μέτωπα κατά των Δυτικών στην Ευρώπη και των Τουρκομάνων εμίριδων στη Μικρά Ασία, αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του Μωάμεθ και να αποσυρθεί στην Μαγνησία της Ιωνίας. Λίγο όμως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο νεαρός Μωάμεθ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ισχυρό αντιτουρκικό σταυροφορικό συνασπισμό στην Ευρώπη και την επανάληψη των συγκρούσεων από τους Καραμανίδες εμίρηδες. Παράλληλα την περίοδο εκείνη ξέσπασε μια ενδοπαλατιανή σύγκρουση μεταξύ των φιλοπόλεμων υπουργών, υπό τον Τουραχάν Μπέη και των διαλακτικών ειρηνόφιλων, υπό τον πανίσχυρο Μέγα Βεζύρη Χαλίλ Τσανταρλί Πασά. Τελικά ο Χαλίλ Τσανταρλί θα καταφέρει να προκαλέσει εξέγερση των γενιτσάρων κατά του νεαρού Σουλτάνου και της πολιτικής του, που βρισκόταν υπό την επιρροή των φιλοπόλεμων, και να τον αναγκάσει να παραιτηθεί ζητώντας την επιστροφή του Μουράτ. Η αρχική προσπάθεια για να κυβερνήσει την Αυτοκρατορία ήταν μια αποτυχία.
Ο Μωάμεθ παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι το θάνατο του πατέρα του το 1451, οπότε επανήλθε στο θρόνο. Είχε φανεί πως o Μωάμεθ από τη στιγμή της επιστροφής του στο θρόνο έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Αρχικά ο Μωάμεθ έφτασε στο Βόσπορο και οικοδόμησε ένα κάστρο, το Ρούμελη-Χισάρ , κλείνοντας έτσι το Βόσπορο για τα εχθρικά πλοία. Ήδη υπήρχε και το κάστρο στην Ανατολική Όχθη του Βοσπόρου. Επίσης άρχισε την κατασκευή πολλών κανονιών, διαφόρου διαμετρήματος προκειμένου να καταστρέψει τα χιλιόχρονα τείχη της Πόλης. Τελικά τον Απρίλιο του 1453 έφτασε μπροστά στην Πόλη οδηγώντας ένα στρατό άνω των 100 χιλιάδων πολεμιστών. Μετά από σύντομη αλλά σκληρή πολιορκία, η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 . Σε ηλικία μόλις 21 ετών είχε καταφέρει να πάρει την Πόλη που δεν είχαν καταφέρει να την πάρουν τόσοι σουλτάνοι.
Γρήγορα όμως ο Μωάμεθ που είχε σαφώς εκδηλώσει την επιθυμία του να καταστήσει την Πόλη πρωτεύουσα του κράτους του άρχισε να την ανοικοδομεί, μεταφέροντας πληθυσμούς από άλλες περιοχές. Αργότερα άρχισε μια σειρά από εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών, του Δεσποτάτου του Μυστρά, της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και των φραγκικών ηγεμονιών του Αιγαίου. Μέχρι το 1461 σχεδόν όλος εκείνος ο γεωγραφικός χώρος που αποτελούσε τον πυρήνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε ενωθεί ξανά σε ένα νέο κράτος.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Μωάμεθ Β΄μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453) παραχώρησε σημαντικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε μια προσπάθεια να ελέγξει το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πέθανε το 1481 και όσο ήταν στο θρόνο κατάφερε να αναπτύξει την Αυτοκρατορία όσο δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς.
ΛΟΥΚΑΣ ΝΟΤΑΡΑΣ
Ο Λουκάς Νοταράς υπήρξε ο τελευταίος
Μέγας Δουξ Bυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην ιστορία έχει μείνει με την ανθενωτική του στάση και με τον χαρακτηριστiκό του λόγο "κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν" Δηλαδή «Προτιμότερο είναι να δω να βασιλεύει στην πόλη το Τουρκικό τουρμπάνι παρά η Καθολική τιάρα».
Όσοι διαβάσουν το το τι συνέβη στην Κωνσταντινούπολη με την Άλωση από τους Σταυροφόρους ίσως σκεφτούν ότι η άποψη του Νοταρά δεν είναι και άδικη, για την εποχή εκείνη.
Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά.
Ιανουάριος 1449 και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου Μωάμεθ Β’ έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη..
Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική.
Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στην Αγία Σοφία , ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαΐου.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα: «Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄ εμού;" ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο' των όπισθεν δ΄ετέρος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης' ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν, αλλώς κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι». Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.
MΩΑΜΕΘ Β' Ο ΠΟΡΘΗΤΗΣ
Ο Μωάμεθ Β' ( Fatih Sultan Mehmet) γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη την τότε πρωτεύουσα τότε του Οθωμανικού κράτους. Ήταν τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ και μιας χριστιανής σκλάβας.
Ήταν ικανότατος, πανέξυπνος και μορφώθηκε από τους καλύτερους δασκάλους που έφερνε στο παλάτι ο πατέρας του.
Σε ηλικία 11 ετών εστάλη ως κυβερνήτης στην Αμάσεια της Μικράς Ασίας, όπως ίσχυε τότε για τους Οθωμανούς πρίγκιπες
Η πρώτη του θητεία ως σουλτάνου ήταν δραματική. Τον Αύγουστο του 1444, και αφού ο Μουράτ είχε κλείσει τα ανοιχτά μέτωπα κατά των Δυτικών στην Ευρώπη και των Τουρκομάνων εμίριδων στη Μικρά Ασία, αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του Μωάμεθ και να αποσυρθεί στην Μαγνησία της Ιωνίας. Λίγο όμως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο νεαρός Μωάμεθ βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ισχυρό αντιτουρκικό σταυροφορικό συνασπισμό στην Ευρώπη και την επανάληψη των συγκρούσεων από τους Καραμανίδες εμίρηδες. Παράλληλα την περίοδο εκείνη ξέσπασε μια ενδοπαλατιανή σύγκρουση μεταξύ των φιλοπόλεμων υπουργών, υπό τον Τουραχάν Μπέη και των διαλακτικών ειρηνόφιλων, υπό τον πανίσχυρο Μέγα Βεζύρη Χαλίλ Τσανταρλί Πασά. Τελικά ο Χαλίλ Τσανταρλί θα καταφέρει να προκαλέσει εξέγερση των γενιτσάρων κατά του νεαρού Σουλτάνου και της πολιτικής του, που βρισκόταν υπό την επιρροή των φιλοπόλεμων, και να τον αναγκάσει να παραιτηθεί ζητώντας την επιστροφή του Μουράτ. Η αρχική προσπάθεια για να κυβερνήσει την Αυτοκρατορία ήταν μια αποτυχία.
Ο Μωάμεθ παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι το θάνατο του πατέρα του το 1451, οπότε επανήλθε στο θρόνο. Είχε φανεί πως o Μωάμεθ από τη στιγμή της επιστροφής του στο θρόνο έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Αρχικά ο Μωάμεθ έφτασε στο Βόσπορο και οικοδόμησε ένα κάστρο, το Ρούμελη-Χισάρ , κλείνοντας έτσι το Βόσπορο για τα εχθρικά πλοία. Ήδη υπήρχε και το κάστρο στην Ανατολική Όχθη του Βοσπόρου. Επίσης άρχισε την κατασκευή πολλών κανονιών, διαφόρου διαμετρήματος προκειμένου να καταστρέψει τα χιλιόχρονα τείχη της Πόλης. Τελικά τον Απρίλιο του 1453 έφτασε μπροστά στην Πόλη οδηγώντας ένα στρατό άνω των 100 χιλιάδων πολεμιστών. Μετά από σύντομη αλλά σκληρή πολιορκία, η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 . Σε ηλικία μόλις 21 ετών είχε καταφέρει να πάρει την Πόλη που δεν είχαν καταφέρει να την πάρουν τόσοι σουλτάνοι.
Γρήγορα όμως ο Μωάμεθ που είχε σαφώς εκδηλώσει την επιθυμία του να καταστήσει την Πόλη πρωτεύουσα του κράτους του άρχισε να την ανοικοδομεί, μεταφέροντας πληθυσμούς από άλλες περιοχές. Αργότερα άρχισε μια σειρά από εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Δουκάτου των Αθηνών, του Δεσποτάτου του Μυστρά, της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και των φραγκικών ηγεμονιών του Αιγαίου. Μέχρι το 1461 σχεδόν όλος εκείνος ο γεωγραφικός χώρος που αποτελούσε τον πυρήνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε ενωθεί ξανά σε ένα νέο κράτος.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Μωάμεθ Β΄μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453) παραχώρησε σημαντικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε μια προσπάθεια να ελέγξει το χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πέθανε το 1481 και όσο ήταν στο θρόνο κατάφερε να αναπτύξει την Αυτοκρατορία όσο δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς.
ΛΟΥΚΑΣ ΝΟΤΑΡΑΣ
Ο Λουκάς Νοταράς υπήρξε ο τελευταίος
Μέγας Δουξ Bυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην ιστορία έχει μείνει με την ανθενωτική του στάση και με τον χαρακτηριστiκό του λόγο "κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν" Δηλαδή «Προτιμότερο είναι να δω να βασιλεύει στην πόλη το Τουρκικό τουρμπάνι παρά η Καθολική τιάρα».
Όσοι διαβάσουν το το τι συνέβη στην Κωνσταντινούπολη με την Άλωση από τους Σταυροφόρους ίσως σκεφτούν ότι η άποψη του Νοταρά δεν είναι και άδικη, για την εποχή εκείνη.
Καταγόταν από τη Μονεμβασία. Είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία μέσω του εμπορίου παστών ψαριών. Φιλόδοξος, φιλοχρήματος, φιλότουρκος (σ.σ. όπως τον χαρακτηρίζει ο Φραντζής) και με σημαντικές διασυνδέσεις με κορυφαίους Οθωμανούς αξιωματούχους της εποχής, αν και αρχικά ενωτικός πιθανόν λόγω των εμπορικών διασυνδέσεων του με τους Βενετούς, μετέβαλε άποψη και πήρε μαχητικά το μέρος ως ηγετική πλέον φυσιογνωμία της κίνησης των ανθενωτικών οργανώνοντας στην περίοδο πριν την άλωση πολυάριθμες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της ένωσης και των υποστηρικτών της.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος για να ηρεμήσει τα πνεύματα στην Πόλη και να συμφιλιώσει τους ενωτικούς με τους πριν την επικείμενη πολιορκία, πρότεινε τον διορισμό του Νοταρά στη θέση του Μέγα Δούκα, αξίωμα με ευρύτατες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, πρόταση που ο Νοταράς αποδέχτηκε. Ο διορισμός του απέτυχε να κατευνάσει τους ανθενωτικούς οι οποίοι είδαν την αποδοχή του ως εξαγορασθείσα προδοσία με αποτέλεσμα να αποκτήσει πλέον εχθρούς και στα δύο στρατόπεδα.
Η ιστορία αδικεί τον Λουκά Νοταρά. Κάποιοι τον κατηγορούν για την στάση του υπέρ των Οθωμανών , όμως ο ίδιος γνωριζε καλά τι εστί η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.
Ο ίδιος έκανε έξυπνες προσπάθειες και δυσκόλεψε το έργο των Οθωμανών.
Ο σουλτάνος, κατά την διάρκεια των χερσαίων επιχειρήσεων έκανε και απόπειρες εκσκαφής ορυγμάτων κάτω από τα τείχη. Ο Ζαγανός Πασάς, μεταξύ των στρατευμάτων του, βρήκε έναν αριθμό από επαγγελματίες υπονομευτές από τα ορυχεία ασημένιου του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Αυτοί άρχισαν να σκάβουν κάτω όπου το μονό τείχος των Βλαχερνών κοντά στην πηγή της Καλιγαρίας. Στις 16 Μαΐου η επιχείρησή τους ανακαλύφθηκε από τους αμυνόμενους.
Ο Μέγας Δούκας, Λουκάς Νοταράς, του οποίου αποστολή ήταν να ασχολείται με παρόμοια επείγοντα περιστατικά, ζήτησε τις υπηρεσίες του μηχανικού Γιοχάνες Γκράντ. Μετά από αίτημα του, ο Γκραντ έσκαψε ένα αντίθετο όρυγμα και κατόρθωσε να διεισδύσει στο τουρκικό, όπου έκαψε τα ξύλινα υποστηρίγματα. Η οροφή κατέρρευσε θάβοντας πολλούς υπονομευτές. Αυτή η αποτυχία αποθάρρυνε τους Τούρκους σκαπανείς για αρκετές ημέρες, αλλά στις 21 Μαΐου έσκαβαν ορύγματα σε διάφορα τμήματα των τειχών, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές τους κυρίως στο τμήμα κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Η εκσκαφή αντιθέτου ορύγματος έγινε από τα ελληνικά στρατεύματα του Λουκά Νοταρά με τον Γκραντ να τα καθοδηγεί. Σε μερικές περιπτώσεις κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους υπονομευτές του εχθρού από τα κοιλώματα τους με καπνό, ενώ σε άλλες πλημμυρίζοντας τα ορύγματα από δεξαμενές ο προορισμός των οποίων ήταν να παρέχουν νερό στην τάφρο.
Μόλις έγινε σαφές ότι η μεγάλη επίθεση ήταν επικείμενη, ο Ιουστινιάνης, απαίτησε από τον Μεγάλο Δούκα Νοταρά, να μετακινήσει τα κανόνια που ήταν υπό τον έλεγχό του στο Μεσοτείχιο, όπου θα υπήρχε ανάγκη για κάθε διαθέσιμο κανόνι. Ο Νοταράς αρνήθηκε. Πίστευε, και όχι χωρίς λόγο, ότι θα δέχονταν επίθεση και τα τείχη του λιμανιού τα οποία ήταν ήδη ανεπαρκώς επανδρωμένα. Ανταλλάχθηκαν ορισμένα λόγια και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επέμβει αν και κουρασμένος.
Ο Ιουστινιάνης φαίνεται ότι κέρδισε σε αυτό το ζήτημα και είπε χαρακτηριστικά.
“O traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal”. (Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι).
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος για να ηρεμήσει τα πνεύματα στην Πόλη και να συμφιλιώσει τους ενωτικούς με τους πριν την επικείμενη πολιορκία, πρότεινε τον διορισμό του Νοταρά στη θέση του Μέγα Δούκα, αξίωμα με ευρύτατες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές, πρόταση που ο Νοταράς αποδέχτηκε. Ο διορισμός του απέτυχε να κατευνάσει τους ανθενωτικούς οι οποίοι είδαν την αποδοχή του ως εξαγορασθείσα προδοσία με αποτέλεσμα να αποκτήσει πλέον εχθρούς και στα δύο στρατόπεδα.
Η ιστορία αδικεί τον Λουκά Νοταρά. Κάποιοι τον κατηγορούν για την στάση του υπέρ των Οθωμανών , όμως ο ίδιος γνωριζε καλά τι εστί η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.
Ο ίδιος έκανε έξυπνες προσπάθειες και δυσκόλεψε το έργο των Οθωμανών.
Ο σουλτάνος, κατά την διάρκεια των χερσαίων επιχειρήσεων έκανε και απόπειρες εκσκαφής ορυγμάτων κάτω από τα τείχη. Ο Ζαγανός Πασάς, μεταξύ των στρατευμάτων του, βρήκε έναν αριθμό από επαγγελματίες υπονομευτές από τα ορυχεία ασημένιου του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Αυτοί άρχισαν να σκάβουν κάτω όπου το μονό τείχος των Βλαχερνών κοντά στην πηγή της Καλιγαρίας. Στις 16 Μαΐου η επιχείρησή τους ανακαλύφθηκε από τους αμυνόμενους.
Ο Μέγας Δούκας, Λουκάς Νοταράς, του οποίου αποστολή ήταν να ασχολείται με παρόμοια επείγοντα περιστατικά, ζήτησε τις υπηρεσίες του μηχανικού Γιοχάνες Γκράντ. Μετά από αίτημα του, ο Γκραντ έσκαψε ένα αντίθετο όρυγμα και κατόρθωσε να διεισδύσει στο τουρκικό, όπου έκαψε τα ξύλινα υποστηρίγματα. Η οροφή κατέρρευσε θάβοντας πολλούς υπονομευτές. Αυτή η αποτυχία αποθάρρυνε τους Τούρκους σκαπανείς για αρκετές ημέρες, αλλά στις 21 Μαΐου έσκαβαν ορύγματα σε διάφορα τμήματα των τειχών, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές τους κυρίως στο τμήμα κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Η εκσκαφή αντιθέτου ορύγματος έγινε από τα ελληνικά στρατεύματα του Λουκά Νοταρά με τον Γκραντ να τα καθοδηγεί. Σε μερικές περιπτώσεις κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους υπονομευτές του εχθρού από τα κοιλώματα τους με καπνό, ενώ σε άλλες πλημμυρίζοντας τα ορύγματα από δεξαμενές ο προορισμός των οποίων ήταν να παρέχουν νερό στην τάφρο.
Μόλις έγινε σαφές ότι η μεγάλη επίθεση ήταν επικείμενη, ο Ιουστινιάνης, απαίτησε από τον Μεγάλο Δούκα Νοταρά, να μετακινήσει τα κανόνια που ήταν υπό τον έλεγχό του στο Μεσοτείχιο, όπου θα υπήρχε ανάγκη για κάθε διαθέσιμο κανόνι. Ο Νοταράς αρνήθηκε. Πίστευε, και όχι χωρίς λόγο, ότι θα δέχονταν επίθεση και τα τείχη του λιμανιού τα οποία ήταν ήδη ανεπαρκώς επανδρωμένα. Ανταλλάχθηκαν ορισμένα λόγια και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επέμβει αν και κουρασμένος.
Ο Ιουστινιάνης φαίνεται ότι κέρδισε σε αυτό το ζήτημα και είπε χαρακτηριστικά.
“O traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal”. (Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου