Γράφει ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗΣ
Θα στεγάζεται έως και τις 8 Απριλίου στην Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Αμαρουσίου "Σπύρος Λούης"
Τα εγκαίνια της εικαστικής έκθεσης της Χιώτισσας ζωγράφου Τίνας Μάσχα πραγματοποιήθηκαν χθες Τετάρτη 28 Μαρτίου.
Η έκθεση που θα λειτουργήσει έως και την Κυριακή 8 Απριλίου στεγάζεται στην Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Αμαρουσίου "Σπύρος Λούης" (έναντι Βασ. Σοφίας 85, Πλατεία Ηρώων).
Οι ώρες λειτουργίας της έκθεσης είναι τις καθημερινές 10 π.μ. έως 2 μ.μ. και 5 μ.μ. έως 8 μ.μ. και το Σαββατοκύριακο είναι 10 π.μ. έως 2 μ.μ.
Όπως επισημαίνει ο Ιστορικός-Θεολόγος μέλος του Ειδικού Διδικτικού προσωπικού του Ιονίου Πανεπιστημίου Δημήτρης Γ. Μεταλληνός η εικαστικός Τίνα Μάσχα...
δεν περιορίζεται στην αυτάρκεια και ασφάλεια της μηχανικής και άψυχης (άρα νεκρής) αντιγραφής και αναπαραγωγής των εικονογραφικών προτύπων, αλλά ούτε επιδεικνύει καλλιτεχνική οκνηρία, υποτιμώντας την ιερά παράδοση, αμβλύνοντας, με τον τρόπο αυτό, το αισθητικό κριτήριο του πιστού.
Κατορθώνει με διάκριση ν α διατηρήσει την αναγκαία και ασφαλή μεσότητα, την φυσική ισορροπία μεταξύ του δημιουργού , του δημιουργήματος και τουθ θεατή, αλλά και να συνενώσει με επιτυχία, το μεγαλείο του Πολιτισμού του Φωτός, σ' όλη του την ιστορική διαχρονία, με το πνεύμα και τις ανάγκες της εποχής μας...
Η Τίνα Μάσχα -όπως τονίζει- έχει χαρακτηριστεί επαξίως, ως η "εικαστικός του Φωτός", γεγονός που την καθιστά μια κατεξοχήν Ελληνιδα Εικαστικό, αφού κεντρικό σημείο του τετρασχιλιετούς Ελληνικού Πολιτισμού αποτελεί η λατρεία του Φωτός, κτιστού και νοητού μέχρι την Κλασσική Αρχαιότητα, ακτίστου και ιστορικού κατά τη Χριστιανική περιοδό του...
Το πλήρες κείμενο του Ιστορικού-Θεολόγου Δημήτρη Μεταλληνού, για τη εικαστικό Τίνα Μάσχα έχει ως εξής:
Σεβαστοί Πατέρες, Κυρίες και Κύριοι,
Η Ιστορία της Ανθρωπότητος έχει καταγράψει δεκάδες Πολιτισμούς και εκατοντάδες Κουλτούρες, που έλκουν την καταγωγή τους από έναν κοινό Πολιτισμό, όπως αντίστοιχα ο Άνθρωπος από έναν κοινό Πρόγονο. Επιστήμες όπως η Παλαιοντολογία, η Αρχαιολογία, η Βιολογία και η Ανθρωπολογία έχουν συμβάλει καθοριστικά, ιδιαίτερα με τις επιστημονικές ανακαλύψεις της τελευταίας δεκαετίας, στην βαθύτερη γνώση της καταγωγής του Ανθρώπου. Ο ερευνητής, όμως, της Ιστορίας των Πολιτισμών δεν αναζητά τα αρχαιότερα απολιθώματα ή τους αρχαιότερους τάφους, αλλά πρωτίστως τον αρχαιότερο ζωντανό πολιτισμό, εκείνον δηλαδή που εμφανίζει ιστορική συνέχεια και πολιτισμική συνέπεια.
Μέσα απ’ αυτήν την προοπτική και προσέγγιση, θεωρούμε ότι έχει αξία η παρουσίαση της εξέλιξης του Αρχέτυπου Πολιτισμού, η εμφάνιση του οποίου καταγράφεται σ’ ένα από τα αρχαιότερα κείμενα της παγκοσμίου λογοτεχνίας και συγκεκριμένα στο βιβλίο της Γενέσεως . Σύμφωνα, λοιπόν, με την καταγεγραμμένη στο αρχαίο αυτό βιβλίο Κοσμολογία «εν αρχή … η γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου» (Γεν. 1, 1-2). Μέχρι την Μεγάλη Έκρηξη , σύμφωνα με την κυρίαρχη επιστημονική άποψη, επικρατούσε ένα απέραντο σκοτάδι. Την στιγμή της εν λόγω εκρήξεως ή κατ’ άλλους της Δημιουργίας, δύο όψεις της ίδιας ακριβώς εικόνας, «…ο Θεός είπεν γενηθήτω φως και εγένετο φως και …διεχώρισεν … ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους» (Γεν. 1, 3-4). Με την θεϊκή αυτή εντολή δημιουργείται το (κτιστό) Φως, το οποίο εξ άκρας συλλήψεώς του γεννά και τον ανάλογο, δηλαδή Φωτεινό, Πολιτισμό. Απ’ αυτήν ακριβώς την χρονική στιγμή αρχίζει η ιστορία της Ανθρωπότητας και κατ’ επέκταση του Πολιτισμού του Φωτός.
Ο Πολιτισμός αυτός θεοποίησε από την πρώτη στιγμή το Φως δημιουργώντας τα πρώτα Θρησκεύματα. Αναπτύχθηκε με κέντρο την Μεσόγειο Θάλασσα και προς τη δύση και προς την ανατολή (Κεντρική Αμερική και Κεντρική Ασία αντίστοιχα), στο γεωγραφικό πλάτος όπου ο προβολέας του Φωτός και ζωοδότης της ανθρωπότητος Ήλιος, συμφιλιώνεται και συνεργάζεται με τον Άνθρωπο. Αντίθετα στις ακραίες περιπτώσεις του Βορρά και του Νότου, όπου ο Ήλιος απουσιάζει ως επί το πλείστον ή της διακεκαυμένης ζώνης, όπου ο Ήλιος βλάπτει και απειλεί την ανθρώπινη ζωή, δεν είναι τυχαίο ότι δεν αναπτύχθηκε κανένας αξιόλογος πολιτισμός.
Οι διαδρομές των μεγάλων αυτών πολιτισμών της λεκάνης της Μεσογείου συναντήθηκαν στον ιστορικό Ελληνικό γεωπολιτισμικό χώρο, οι κάτοικοι του οποίου υπήρξαν πάντοτε λαός ανοικτός σε επιρροές και πειραματισμούς, όπου ο ζήλος της διατήρησης στοιχείων του παρελθόντος τους εναλλασσόταν με την διάθεση για καινοτομίες και νεωτερισμούς σ’ όλους τους τομείς του καθημερινού τους βίου. Η υιοθέτηση μάλιστα του Πολιτισμού του Φωτός πρωτίστως από τους Έλληνες, αλλά και η συμβολή τους στην καλλιέργεια, ανάπτυξη και προβολή του προς όλο τον κόσμο μέσα από Οικουμενικές διοργανώσεις, όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες και οι Αμφικτιονίες - αντίθετα από άλλες αρχαίες λαότητες (Ασσύριοι, Σουμέριοι, Ιουδαίοι κ.άλ.), οι οποίοι περιχαρακώθηκαν και απομονώθηκαν, με άμεσο αποτέλεσμα την απώλεια της οικουμενικής προοπτικής και αντίληψης του κοινού τους Πολιτισμού - ταύτισε ουσιαστικά τον Πολιτισμό του Φωτός με τον Ελληνικό Πολιτισμό, σε σημείο μάλιστα που να είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η διάκρισή τους.
Τα περισσότερα συστατικά του ενιαίου Πολιτισμού προέρχονται από τα πρωτογενή υλικά του αρχέγονου Πολιτισμού του Φωτός. Όμως οι Αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί μας με την αφομοιωτική τους δύναμη, κατόρθωσαν να εξελληνίσουν τα προσλαμβανόμενα πολιτισμικά δάνεια, μεταμορφώνοντάς τα σε κύρια συστατικά του Ελληνικού (πλέον) Πολιτισμού τους. Αυτό ακριβώς είναι που αναδεικνύει μοναδικό τον Ελληνικό Πολιτισμό, με μία υψίστη ποιότητα, που αναγνωρίζεται απ’ τον κόσμο της μετανεωτερικότητας, αφού συγκεκριμένοι ιστορικοί σταθμοί του αποτελούν ακόμη και σήμερα ανυπέρβλητα και διαχρονικά σημεία αναφοράς, τα οποία προσδιορίζουν την ιστορική συνέχεια του Πολιτισμού του Φωτός. Το οξύμωρο είναι ότι ο Πολιτισμός αυτός, που αναπτύχθηκε κατεξοχήν στον Μεσογειακό χώρο, δεν έφερε εξαρχής όλους αυτούς τους εθνικούς (σήμερα και κρατικούς) προσδιορισμούς (ελληνικός, ελλαδικός, Πολιτισμός των Ελλήνων και άλλοι), που κατά κόρον χρησιμοποιούνται κατά τους τελευταίους αιώνες, αλλά αναπτύχθηκε ελεύθερα, δίχως όρια, συγκροτώντας μια Οικουμενική, δηλαδή Παγκόσμια και Πλανητική Πολιτισμική Πρόταση.
Κύριοι εκφραστές και προβολείς του Πολιτισμού του Φωτός υπήρξαν δυο μεγάλες και για το λόγο αυτό αμφιλεγόμενες προσωπικότητες. Ο Μέγας Αλέξανδρος (τον 4ο π.Χ. αιώνα) και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος (τον 1ο μ.Χ. αιώνα), με ενδιάμεσό τους συνδετικό κρίκο τον ολοκληρωμένο Εκφραστή και Δημιουργό του Πολιτισμού του Φωτός, τον Φωτοφόρο, Φωτοδότη και Αναστάντα Κύριο της Ιστορίας Ιησού Χριστό. Ο πρώτος (Μ. Αλέξανδρος) Έλληνας στην καταγωγή. Ο δεύτερος (Απ. Παύλος) Ιουδαίος. Και οι δύο όμως βαθείς γνώστες και φορείς του εθνικού τους πολιτισμού (Ελληνικού και Ιουδαϊκού αντίστοιχα). Το γεγονός, ότι ο Πολιτισμός του Φωτός υπερβαίνει τα στενά όρια ενός έθνους, ενός κράτους, ενός λαού, μίας θρησκείας, μιας πολιτείας, ενός πολιτεύματος, μιας (τοπικής) παράδοσης ή μιας (τοπικής) κοινωνίας επαληθεύεται και πραγματώνεται στα πρόσωπα των δύο αυτών σημαντικών ιστορικών μορφών, οι οποίοι καθίστανται Μέγιστοι από τη στιγμή που υπερβαίνουν, ουσιαστικά εγκαταλείπουν, την προσωπική τους πολιτισμική καταγωγή και εμφορούνται από την Καθολικότητα του Πολιτισμού του Φωτός, γενόμενοι Αυθεντικοί Φορείς και Εκφραστές του, δηλαδή γνήσια «τέκνα του Φωτός» (Εφεσ. 5, 8).
Η κραταιά Ρώμη επιχείρησε να καταργήσει τον Πολιτισμό του Φωτός, αλλά τελικά επέτυχε την αφομοίωσή της από αυτόν, αφού ένας άλλος «Μέγας» της Ιστορίας, ο Κωνσταντίνος, η πιο αμφιλεγόμενη, για όσους βέβαια δεν γνωρίζουν, ιστορική προσωπικότητα, κατόρθωσε να γίνει ως ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Ρωμαϊκού Κράτους, που καταδίωξε ανελέητα τους πιστούς του Φωτός, ο πρώτος Κύριος της Χριστιανικής Οικουμένης, που απελευθέρωσε την Ανθρωπότητα από τα δεσμά του Σκότους. Σύμβολο του Νέου Κράτους του Φωτός (άρα και του Πολιτισμού του) ο Τίμιος Σταυρός (που εορτάσαμε την προηγούμενη Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως), ο οποίος ανευρέθη θαυματουργικά από την Βασιλομήτορα Αγία Ελένη. Η Αυτοκρατορία του Φωτός (η Ρωμανία-«Βυζάντιο»), όποτε προέτασσε τις Αρχές του Πολιτισμού της μεγαλουργούσε (λ.χ. εκχριστιανισμός, δηλαδή πολιτισμική ένταξη στον αναφερόμενο Πολιτισμό, των Αιγυπτίων, Αιθιόπων, Συρίων, Ινδών, Γεωργιανών, Ρώσων, Σλάβων κ. άλ.). Όποτε όμως εγκατέλειπε την πεφωτισμένη αυτή προοπτική και υπερίσχυε το σκότος του ατομισμού, δηλ. η αίρεση, έχανε τον προσανατολισμό της ως Αυτοκρατορία του Φωτός, με άμεση συνέπεια την απώλεια και της οντότητάς της.
Αδιάψευστος Μάρτυρας και συνεχιστής της υπερχιλιόχρονης αυτής περιόδου έχει απομείνει στις ημέρες μας μόνον ο Θεσμός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο ζωντανός εκφραστής του Πολιτισμού του Φωτός, χάρη στην Οικουμενική του διάσταση, ως υπερεθνικός, υπέργλωσσος, υπερπολιτιστικός, δηλαδή Φωτεινός Οργανισμός, με δύο λέξεις ως Οικουμενική Ορθοδοξία.
Σημαντικός καρπός, αλλά και έκφραση του Οικουμενικού Πολιτισμού του Φωτός η Εικαστική του Τέχνη, η οποία φέρει διάφορες ονομασίες, ανάλογα με την θεώρησή της:
α) Εκκλησιαστική, Λειτουργική, Λατρευτική και Ιερά Τέχνη, αφού εξυπηρετεί πρωτίστως τις λειτουργικές ανάγκες της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»,
β) Χριστιανική Τέχνη, αφού καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε στην (αλλά και για την) Χριστιανική Οικουμένη,
γ) Αγιογραφία ή Εικονογραφία, αφού απεικονίζει Αγιασμένες Μορφές και Ιερά Πρόσωπα της Ιστορίας της Ανθρωπότητας,
δ) «Βυζαντινή», καταχρηστικά από το έτος 1562, όταν και πρωτοεμφανίζεται ο όρος «Βυζάντιο» από τον Γερμανό Ιερώνυμο Βόλφ εις αντικατάστασιν της πραγματικής ονομασίας της αυτοκρατορίας («Ρωμανία») και
ε) Τέχνη του Φωτός, από τη στιγμή που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ιστόρηση όλων των ιστορικών μορφών, που είτε είναι φυσικοί φορείς του Ακτίστου Φωτός (Ιησούς Χριστός), είτε γίνονται κατά Χάριν φορείς του (Άγιοι και Δίκαιοι της Εκκλησιαστικής Ιστορίας).
Της υψηλής αυτής Τέχνης μύστις και δημιουργός είναι η Εικαστικός Τίνα Μάσχα. Διεθνώς καταξιωμένη, έχει υπηρετήσει με το απαράμιλλο τάλαντο–θείο δώρο της την (ιερ)αποστολή της συγκεκριμένης Τέχνης, με κλασσικά πλέον δημιουργήματα, που την κατατάσσουν στους κορυφαίους Αγιογράφους.
Σεβόμενη απόλυτα την Θεολογία της Εικόνας αποτυπώνει στα έργα της όλες τις ιερές μορφές εντός του χωροχρονικού πλαισίου του ιστορικού παρόντος. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνει τον συνδυασμό του εκκλησιαστικού υπέρχρονου γεγονότος με τη σύγχρονη πραγματικότητα, σε μια αρμονική συνύπαρξη, που διαμορφώνει την προσωπική της εικαστική ταυτότητα και πρόταση στη διψασμένη πνευματικά κοινωνία του 21ου αιώνος.
Στα έργα της δεσπόζει το Φως, αφού οι ιερές μορφές που απεικονίζονται σ’ αυτά αποτελούν ουσιαστικά ετερόφωτους προβολείς του Αναστάσιμου Φωτός του Αυτόφωτου Κυρίου Του. Μέσα από την συγκεκριμένη τεχνοτροπία ομολογείται και διακηρύττεται η πίστη στον Πολιτισμό του Φωτός, όπως τον ενσαρκώνει πλέον ιστορικά η «Χριστιανική Εκκλησία της Αναστάσεως».
Η χαρισματική Εικαστικός εξελίσσει τον Οικουμενικό Πολιτισμό, μέσα στις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας, υπερβαίνοντας τα όρια του ελλαδικού κρατικού μορφώματος, προσφέροντας μάλιστα στον αναφερόμενο Πολιτισμό την αναγκαία πνοή για να παραμείνει ζωντανός, με απόλυτο σεβασμό στις βασικές αρχές του και κυρίως στην φυσική του σχέση και εξάρτηση από το Φως.
Η εποχή μας, όπου κυριαρχούν από τη μια η εικόνα των ηλεκτρονικών και ψηφιακών μέσων και από την άλλη η εικονική πραγματικότητα, έχει αποϊεροποιήσει τα πάντα ακόμη και τις Ιερές Εικόνες, με συνέπεια να αντιμετωπίζονται στις ημέρες μας μόνο ως έργα Τέχνης, αφού προβάλλεται μόνο η μια διάστασή τους (η ιστορική-ανθρώπινη), ενώ υποτιμάται το απαραίτητο συμπλήρωμά τους, που τις καθιστά Ιερές και Αιώνιες (η Πνευματική-θεία διάσταση). Η εικαστική πρόταση της Τίνας Μάσχα διασώζει και προστατεύει την ενότητα αυτή, εξυπηρετώντας σε απόλυτο βαθμό την εκκλησιαστική ζωή της σύγχρονης Ενορίας, αφού έρχεται να εξυπηρετήσει τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας στη «σύναξη μετά την Σύναξη», δηλαδή στον καθημερινό πολυκύμαντο βίο του σύγχρονου ανθρώπου, που αγωνίζεται και εκζητεί αδιαλείπτως την Άκτιστη Χάρη του εικονιζόμενου ένεκα της ιστορικότητάς Του Ιησού Χριστού.
Ως γνήσιο τέκνο του Πολιτισμού του Φωτός η Τίνα Μάσχα χαρακτηρίζεται επαξίως ως «εικαστικός του Φωτός» και μια κατεξοχήν Ελληνίδα Εικαστικός. Η ζωγραφική, κατ’ ουσίαν ιστόρηση, της σημαίνουσας Καλλιτέχνιδος, έχει ως κέντρο της τον διάλογο του Ανθρώπου με το Θεό, του ενδοκοσμικού με το υπερβατικό, γεγονός που αναδεικνύει την Τέχνη της σε αντιπροσωπευτικό πρεσβευτή του Οικουμενικού Πολιτισμού στην αποξηραμένη πολιτισμικά παγκόσμια κοινότητα.
Συμβολή στα εικαστικά δρώμενα αποτελεί το τελευταίο τρισδιάστατο δημιούργημά της, που εκτίθεται στην Έκθεση αυτή για πρώτη φορά παγκοσμίως, η «Κλίμακα», μια συμβολική απεικόνιση της αρχικής προσέγγισης και τελικά ένωσης της ανθρώπινης υπόστασης με τη θεϊκή, με την ιστορική ανθρωπολογική εξέλιξη, η οποία εκφράζει και διατρέχει όλους τους πολιτισμούς του πλανήτη μας. Στη δημιουργία αυτή της Εικαστικού απεικονίζεται παραστατικά η οικουμενική θεώρηση της ένωσης του θείου με το ανθρώπινο, που για κάποιες θρησκευτικές παραδόσεις αποτελεί βεβαιότητα και για κάποιες άλλες προοπτική και δυνατότητα, για όλες όμως σημείο αναφοράς και κύριο σκοπό της ύπαρξής τους. Η Ανάβαση της «Κλίμακας» ανταποκρίνεται πλήρως στις εικαστικές ανάγκες του θεατή, δημιουργώντας του, ανάλογα με την προσλαμβάνουσα ικανότητά του, ανθρωπολογικούς συνειρμούς (βιολογικούς, ιστορικούς, θρησκευτικούς και άλλους). Η παράθεση, μάλιστα, της ιστορικής εξέλιξης του Ανθρώπου (γέννηση, ωρίμανση, ολοκλήρωση, φθορά και τελικά ένωση με το Θεό, δηλαδή ανάσταση και όχι θάνατο) μετατρέπει το Έργο αυτό σ’ ένα ζωντανό βιβλίο, χρηστικότατο εργαλείο γνώσης για την εκπαιδευτική διαδικασία της μαθητιώσας και σπουδάζουσας νεολαίας μας.
Η Εικαστικός Τίνα Μάσχα δεν περιορίζεται στην αυτάρκεια και ασφάλεια της μηχανικής και άψυχης (άρα νεκρής) αντιγραφής και αναπαραγωγής των εικονογραφικών προτύπων, αλλά ούτε επιδεικνύει καλλιτεχνική οκνηρία, υποτιμώντας την ιερά παράδοση, αμβλύνοντας με τον τρόπο αυτό το αισθητικό κριτήριο του πιστού. Κατορθώνει με διάκριση να διατηρήσει την αναγκαία και ασφαλή μεσότητα, την φυσική ισορροπία μεταξύ του δημιουργού, του δημιουργήματος και του θεατή, αλλά και να συνενώσει με επιτυχία το μεγαλείο του Πολιτισμού του Φωτός σ’ όλη του την ιστορική διαχρονία, με το πνεύμα και τις ανάγκες της εποχής μας. Ως ενσυνείδητη, ευσυνείδητη και ελεύθερη Εικαστικός, αγωνίζεται χωρίς επίσημη υποστήριξη, παλεύοντας μοναχικά ως σύγχρονος Προμηθέας, με την αγωνία της δημιουργίας υψηλών έργων, μέσα από τα οποία αναπλάθει δημιουργικά την εκκλησιαστική παράδοση και Τέχνη.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος του έργου της είναι ότι αποφεύγει τον μεγάλο σύγχρονο πειρασμό του «εκκλησιαστικού κουλτουραλισμού» , σύμφωνα με τον οποίο μια εκκλησιαστική τοπική ή εθνική κουλτούρα υπερισχύει της Καθολικής, δηλαδή Οικουμενικής Αληθείας, με άμεσο αποτέλεσμα να μεταβάλλεται η Εκκλησία από ένα κατεξοχήν Θεραπευτήριο Σωτηρίας σ’ έναν ενδοκοσμικό, άρα εκκοσμικευμένο, Οργανισμό. Αντίθετα η παρουσιαζόμενη σήμερα εικαστική πρόταση υπερβαίνει, όπως ήδη έχει διεξοδικά τονισθεί, την τοπική – εθνική διάσταση, εμφορούμενη τον Οικουμενικό χαρακτήρα του Πολιτισμού της.
Η Διοικούσα Εκκλησία δεν θέλησε να λάβει ακόμη μια καθορισμένη και επίσημα διατυπωμένη θέση έναντι των διαφόρων τεχνοτροπιών ρευμάτων της Νεοελληνικής Εικονογραφίας. Η στάση της αυτή δύναται να ερμηνευθεί ως καθολική αγάπη προς ολόκληρη την εικαστική οικογένεια, χάρη στο ευρύτατο Οικουμενικό πνεύμα που την διακρίνει και με το οποίο αντιμετωπίζει ακόμη και τα εικαστικά – καλλιτεχνικά ζητήματα, πιστή στον αρχέγονο Πολιτισμό του Φωτός, του οποίου παραμένει ζωντανός φορέας και εκφραστής.
Η παγκόσμια κοινότητα αποδέχεται τον θεολογικό, λειτουργικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα των Ιερών Εικόνων. Άλλωστε η μεγάλη στροφή προς τον λεγόμενο «Βυζαντινό» Πολιτισμό και Τέχνη και εμμέσως προς τον Πολιτισμό του Φωτός, που παρατηρείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερα στον δυτικό κόσμο, αποτελεί ένα Ελπιδοφόρο γεγονός, διεθνές φαινόμενο υψίστης σημασίας, που επιτρέπει να ευελπιστούμε σε συνεχή άνθιση και ανανέωση του σύγχρονου ανθρώπου και του πολιτισμού του. Την προσπάθεια αυτή ενισχύει και η τάση απομόνωσης του σύγχρονου χωρίς Θεό τραγικού ανθρώπου, ο οποίος όμως δύναται να ανακαλύψει μέσα από τα δημιουργήματα της Εικαστικού Τίνας Μάσχα τον σκοπό της ύπαρξής του, τον χορηγό της ζωής του, αλλά και την προοπτική του μέσα στο Αναστάσιμο Φως του αρχέγονου Πολιτισμού του.
Κυρία Μάσχα σας συγχαίρουμε και σας ευγνωμονούμε για την Εικαστική και Πολιτισμική Σας προσφορά.
Καλώς ήρθατε στο Blog του Οδυσσέα! Καλή περιήγηση!
Ετικέτες
Χίος
(4255)
Βολισσός
(192)
ΟΧΣΑ
(141)
Οινούσσες
(131)
Βροντάδος
(84)
Πυργί
(80)
Μεστά
(54)
Κάμπος
(39)
Χαλκειός
(36)
Αρμόλια
(32)
Καλλιμασιά
(29)
Καλαμωτή
(24)
Ποταμιά
(20)
Λεπτόποδα
(19)
Κουρούνια
(18)
Πισπιλούντα
(18)
Κέραμος
(17)
Θυμιανά
(16)
Χάλανδρα
(15)
Καρυές
(13)
Λαγκάδα
(13)
Καμπιά
(12)
Νένητα
(12)
Δαφνώνας
(11)
Βίκι
(9)
Νεοχώρι
(8)
Πιραμά
(7)
Ελευσίνα
(5)
Κηφισιά
(4)
Γρου
(2)
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου